μεταρσιώνω

μεταρσιώνω
[-ώ (р)] μετ. поднимать высоко (тж. перен. ); возвышать, возносить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μεταρσιώνω" в других словарях:

  • μεταρσιώνω — (Α μεταρσιῶ, άω) [μετάρσιος] εγείρω, υψώνω στον αέρα, σηκώνω ψηλά (| (νεοελλ. μσν.) μτφ. προκαλώ ψυχική ανάταση («οι ψυχές τών πιστών μεταρσιώθηκαν με τις ψαλμωδίες») …   Dictionary of Greek

  • μεταρσιώνω — μεταρσίωσα, μεταρσιώθηκα, μεταρσιωμένος 1. υψώνω κάτι στον αέρα. 2. μτφ., εξυψώνω πνευματικά: Μεταρσίωσε τις ψυχές των πιστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταρσίωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρσιώνω, ανύψωση στον αέρα 2. μτφ. εξύψωση τού πνεύματος και τής ψυχής, κατάνυξη («η μεταρσίωση τού πνεύματος είναι έργο τής θρησκείας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρσιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Γ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταρσιωτικός — ή, ό [μεταρσιώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταρσίωση ή αυτός που προκαλεί μεταρσίωση («μεταρσιωτικοί ύμνοι») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»